- ἐδάμνα
- ἐδάμνᾱ , δάμνημιforcedimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐδάμνᾱ , δαμνάωimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμνάω — (Α) δαμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαμνάω απαντά στον Όμηρο στο γ εν. ενεστ. δαμνᾴ (λ, 221) και πρτ. εδάμνᾱ (Φ, 52), καθώς και δαμνά (Ξ, 199), β εν. μέσης φωνής < δάμνα(σ) αι, με συναίρεση. Οι μεμονωμένοι αυτοί θεματικοί τ. προέρχονται πιθ. από… … Dictionary of Greek
υποδαμνώ — άω, Α υποτάσσω ή εξασθενώ κάποιον από κάτω («ποταμὸς ὑπὸ γούνατ ἐδάμνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δαμνῶ, άω «δαμάζω»] … Dictionary of Greek
ἐδαμνάμεθ' — ἐδαμνάμεθα , δάμνημι forced imperf ind mp 1st pl ἐδαμνά̱μεθα , δαμνάω imperf ind mp 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)